ανεξιδοξία

ανεξιδοξία
η
το να ανέχεται κανείς τα δόγματα ή τις δοξασίες άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανέχομαι + δόξα «γνώμη». Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Προμηθεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”